του Γιάγκου Ανδρεάδη
ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-12-1997, Κωδικός άρθρου: B12461A163Υπήρξε
μια εποχή, όχι πολύ μακρινή, που το κοινό του
Καστοριάδη μετριόταν στα δάχτυλα και ήταν πολύ
διαφορετικό από τους πανεπιστημιακούς που τον
«δεξιώνονταν» στις μακροσκελείς παραπομπές και
τα ενθουσιώδη αμφιθέατρα και τις ενήμερες κυρίες
του Γαλλικού Ινστιτούτου. Τα φυλλάδιά του Σοσιαλισμός
ή βαρβαρότης, πριν το 1968, κυκλοφορούσαν στη
Γαλλία και στην Ελλάδα σχεδόν συνωμοτικά, χέρι
χέρι και ο ίδιος έγραφε εκεί με ψευδώνυμα, όπως το
Paul Cardan. Στην Ελλάδα οι αναγνώστες του συγχέονταν
με τους οπαδούς που περιοδικά γοήτευε ο
αναρχικός αγωνιστής Στίνας, ενώ υπήρχαν,
υπάρχουν ακόμη, κάποιοι, όπως ο Κώστας Αξελός, που
τον θυμούνται από την Κατοχή και την πρώτη εποχή
της αυτεξορίας στο Παρίσι. Αυτοί που οπωσδήποτε
τον διάβαζαν από πολύ νωρίς, πολύ προσεκτικά,
χωρίς να το ομολογούν, ήταν τα κομμουνιστικά
ηγετικά στελέχη, τουλάχιστον τα πιο σκεπτόμενα.
Ολη η σκέψη της ιταλικής ομάδας Il Manifesto, από τη
στιγμή που διαφοροποιείται από το κόμμα,
βρίσκεται, υπαινικτικά, σε διάλογο με τις θέσεις
του (για παράδειγμα, παράβαλε τις Θέσεις του
Manifesto με το «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία»
όπου αποκαθηλώνει αλύπητα το θεωρητικό
οικοδόμημα του Μαρξ) και η Rossana Rossanda ήταν η πρώτη
που τόλμησε να σπάσει το κομματικό ταμπού και να
αναφερθεί αρνητικά αλλά με σεβασμό στην
ομάδα του.
Αντίθετα από ό,τι έχει υποστηριχθεί, ο
Καστοριάδης έδειξε ενδιαφέρον για τον αγώνα κατά
της χούντας και κράτησε για ένα διάστημα επαφή με
αντιστασιακές ομάδες, όπως το Κίνημα 20 Οκτώβρη.
Οι θέσεις του όμως για την τακτική των συμμαχιών,
για το ζήτημα της οργάνωσης και για τις μορφές
της πάλης (ανυποχώρητη αυτονομία και ανοιχτός -
μαζικός χαρακτήρας) ήταν πολύ δύσκολο ή μάλλον
αδύνατο να συμπέσουν με τις ιδέες των ελλήνων
αντιστασιακών, αλλά και τις συνθήκες ζόφου και
αστυνομικής τρομοκρατίας που κυριαρχούσαν εδώ,
ιδίως τα πρώτα χρόνια.
Το Κίνημα 22 Μάρτη, γαλουχημένο με τις ιδέες του,
και η εξέγερση του Μάη 1968 στη Γαλλία, με τον
πρωταγωνιστικό ρόλο των «μαζών» και την
αυθόρμητη, φωτεινή και παιγνιώδη μορφή της, ήταν
το ιδανικό πεδίο για να συναντηθούν οι ιδέες του
με την πράξη, το εφήμερο και παντοτινό βασίλειο
του φιλοσόφου που λοιδορούσε τα κάθε λογής
στέμματα και φωτοστέφανα.
Δεν ξέρω γιατί, όταν τον θυμάμαι, υπάρχει πάντα
στον νου μου ένα γλίστρημα από τη λέξη φιλόσοφος
στη λέξη σοφός. Ισως γιατί αυτό που ήθελε να
είναι, αυτό που κατόρθωσε εν πολλοίς να είναι,
ήταν η συνέχεια της δυτικής φιλοσοφίας, στην
οποία περιελάμβανε και την ελληνική, αλλά και,
κατά το πρότυπο του Μαρξ αν και πολύ διαφορετικά,
η ανατροπή της. Ο Καστοριάδης δεν ήθελε απλώς,
όπως ο Μαρξ, η Λούξεμπουργκ, ο Λούκατς, να ενώσει
θεωρία και πράξη. Ηθελε να δώσει στη θεωρία και
την πράξη ψυχή, βιωματικό βάθος, σώμα και πρόσωπο.
Στην προσπάθειά του αυτή πρωταγωνιστούσε η διπλή
θεωρητική και πρακτική σχέση του με την
ψυχανάλυση. Σχέση του που δεν μπορεί να
διαχωρισθεί από την οριακή εμπειρία κάθε
επαναστάτη, όταν αυτός αντιλαμβάνεται ότι ο
αντίπαλος, ο «άλλος», η ετερονόμηση βρίσκονται
μέσα μας και πως κάθε επανάσταση που δεν το
συνειδητοποιεί τείνει να αναδημιουργήσει τον
κόσμο της επίπεδης, άθεης, θεολογίας και τη φρίκη
των γκουλάγκ. Ισως λοιπόν γι' αυτόν τον λόγο,
γιατί διέτρεξε όλη την ευρωπαϊκή σκέψη και
κουλτούρα φτάνοντας στα όριά της, τεντώνοντάς τα
πέρα από εκεί που ήταν πριν από αυτόν, μ' ένα δικό
του τρόπο, πιο ριζικό από του Foucault, του Derrida, του
Deleuze, είναι που μοιάζει να του ταιριάζει η
ονομασία όχι φιλόσοφος αλλά, ακόμη και με μια
λίγο λαϊκή έννοια, σοφός. Κάποιος που δεν
μπορούμε, μόνο, να τον μελετάμε, αλλά πρέπει
να ζούμε μαζί του, ακόμη ή και ιδίως όταν τον
αρνούμαστε.
Υπάρχουν στοιχεία της σκέψης του με τα οποία
ζει κανείς κάθε στιγμή. Οπως η σύλληψή του για την
παρουσία του άλλου, είτε προσώπου είτε της
παραδεδομένης μνήμης και της κοινωνίας, του
κοινωνικοϊστορικού, μέσα στο αυτό, δηλαδή
στην ψυχή μας, και για τον αγώνα να
συνειδητοποιήσουμε την παρουσία του άλλου, όχι
για να το διαγράψουμε, αλλά για να
αποκαταστήσουμε ένα διαφορετικό, θα έλεγα ώριμο,
διάλογο μαζί του. Οπως, επίσης, η φωτεινή σκέψη
του για τη δημιουργία ως δημιουργία εκ του
μηδενός, που υπήρχε πριν από αυτόν, αλλά που
εκείνος της έδωσε το νόημα της αποδέσμευσης του
δημιουργού από την υπακοή στην τυραννία του
κόσμου ως έχει. Οι δύο αυτές θέσεις του, και
πολλές άλλες, ανοίγονται στη συμπλήρωση ή και την
αμφισβήτηση. Τι είναι για παράδειγμα αυτό που
επιτρέπει να περάσουμε εμπράκτως από την ετερονομία
στην αυτονομία; Τι υπάρχει μέσα και έξω από
τον άνθρωπο που επιτρέπει στο μηδέν τής εκ
του μηδενός δημιουργίας να είναι όχι αρνητική ή
μεταφυσική αλλά θετική και πραγματική δύναμη;
Ισως ο μεγαλύτερος έπαινος για τον Καστοριάδη
είναι ότι προσφέρει τα όπλα για να προχωρήσει
κανείς μετά απ' αυτόν ή και εναντίον του.
Ο αναγνώστης που θα ήθελε να έχει μια πρώτη
προσωπική γνώμη για την ειδικότερη σχέση του με
την Ελλάδα θα μπορούσε εκτός από την πασίγνωστη
διάλεξη στο Λεωνίδειο να ανατρέξει και στο
πρόσθεμα της ελληνικής μετάφρασης της Φαντασιακής
θέσμισης, του κεφαλαιώδους έργου του, που έχει
τίτλο: «εισαγωγικό σημείωμα για το γλωσσάρι της
μετάφρασης». Πηγές της σκέψης και της δράσης του
ήταν η αρχαία Ελλάδα, η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός
και οι μεγάλες επαναστατικές στιγμές του 19ου και
του 20ού αι. Πρόκειται βέβαια για μια αρχαία
Ελλάδα όπως την αντιλαμβάνεται και την θέλει. Με
την «αυτοθεσμιζόμενη» Αθήνα να σβήνει την άλλη
πραγματικότητα των δωρικών βασιλείων, με τους
σοφιστές να δικαιώνονται έναντι του Σωκράτη, με
την «αθεΐα» να αποτελεί θεμέλιο της ελληνικής
ζωής, σε πείσμα των Ελευσινίων και του Σοφοκλή, σε
πείσμα μιας Εκκλησίας του Δήμου της Αθήνας που
κάθεται να ψηφίσει τι σήμαινε ο χρησμός του
Απόλλωνα για τα ξύλινα τείχη στα περσικά. Σε μια
ίδια λογική, ο Καστοριάδης εγγράφεται, εν μέρει,
στη σειρά διανοητών όπως ο Συκουτρής και ο
Κακριδής που αγνοούσαν ή καταδίκαζαν το
Βυζάντιο.
Μια ματιά όμως στο «σημείωμα για το γλωσσάρι»
αρκεί για να μας πείσει ότι τα πράγματα είναι
πολύ πιο σύνθετα. Οπως και ο Αξελός, έτσι και ο
Καστοριάδης, και μάλιστα με πολύ πιο επίμονο
τρόπο, επιστρέφει σε όλα τα στάδια της ελληνικής
διαχρονίας, προσδίδοντάς τους νέες σημασίες και
αξίες. Αυτή και μόνο η πλευρά του αξίζει, πλάι σε
πολλές άλλες, να εμπνεύσει τη μελέτη και την
πράξη μας, όπως επίσης το ασίγαστο ενδιαφέρον του
για τη γλώσσα μας σε όλα τα στάδιά της ξεκινώντας
από την αρχαία και η πεποίθησή του ότι η μελέτη
και βίωσή της είναι όρος ύπαρξης του ελληνισμού.
Σκέφτομαι τους νέους ανθρώπους, τους
καλύτερους, που ήδη τον γνώριζαν και τον αγαπούν.
Και η σκέψη τους με παρηγορεί. Ο λόγος του, όπως
και αυτός των υπερρεαλιστών που αγάπησε, «δεν
ήνθησε ματαίως».
Ο καθηγητής κ. Γιάγκος Ανδρεάδης είναι
πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας του Παντείου
Πανεπιστημίου. |