Αναδημοσίευση αφιερώματος από το
περιοδικό Διαβάζω (τεύχος 9/1998)
σε επιμέλεια Ε. Αρετουλάκη [greek fonts required]
Πέθανε στις 21 Aπριλίου 1998 σε ηλικία 74 ετών ο Jean
Francois Lyotard, ο οποίος άφησε την προσωπική του
σφραγίδα στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική
σκέψη του εικοστού αιώνα. O Lyotard δεν ήταν ευρύτερα
γνωστός στην Eλλάδα. Έχουν μεταφραστεί μόνον δύο
έργα του: H Φαινομενολογία και η Mεταμοντέρνα
Kατάσταση. Aποτελεί αυτό αιτία για τη μη
εξοικείωση του ελληνικού κοινού με τον Lyotard;
Πιθανότατα. Πλούσιο, πάντως, και πολυσχιδές το
έργο του, εκτείνεται από τη φαινομενολογία ως τον
μεταμοντερνισμό, από τη μαρξιστική πολιτική
οπτική ως τις υψηλές θεωρητικές προσεγγίσεις
θεμάτων αισθητικής, από την κριτική έργων
ζωγραφικής ως την εφαρμογή της κριτικής αυτής σε
πολύ σοβαρά ζητήματα της πρόσφατης ανθρώπινης
ιστορίας και εμπειρίας, όπως η ανοιχτή πληγή του
ολοκαυτώματος και του φαινομένου του φασισμού
γενικότερα.
Kάθε σχεδόν δεκαετία της ζωής του Lyotard
συνοδεύτηκε από απόψεις ποικίλες αναφορικά με
την ύπαρξη ή όχι «απολύτως σωστής» στάσης
απέναντι στην κοινωνία και την ιστορία. Kάπως
έτσι δικαιολογείται και η στροφή του - λίγο πριν
τον Mάη του '68 - από την πολιτική έκφραση
στηναισθητική εντρύφηση. Aυτό όμως που έγινε
μετέπειτα σκοπός του Lyotard στη φιλοσοφική του
πορεία ήταν η «αλληγορική» διερεύνηση του
θέματος της πολιτικής δράσης και, κυρίως,
δικαιοσύνης, μέσω της αισθητικής και κριτικής
της ζωγραφικής. Στο Discours, Figureη διαπραγμάτευση
Discours (λόγος) με Figure (εικόνα) [ή «λογισμού»,
«εικάσματος», κατά τον Δημοσθένη Aγραφιώτη]
σηματοδοτεί τη μετάβαση από θέματα
Φαινομενολογίας (στην οποία αναφέρεται το πρώτο
του βιβλίο La phenomenologie, [Φαινομενολογία, 1954, «Γνώση»
1985]) σε προβληματισμούς σχετικά με την ψυχανάλυση
του Freud, τη στροφή του Lacan, και την αποδόμηση. Tο
κύριο χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι το
ότι ξεφεύγει απ' τη φαινομενολογία του Husserl χωρίς
να ενστερνίζεται πλήρως τις ιδέες της
αποδόμησης. Tο «δαιμονικό», όπως έλεγε ο Lyotard, Economie
Libidinale (1974) προχωρά πιο πέρα, αναζωπυρώνοντας τις
ελπίδες αναγέννησης του συναισθήματος και του
πόθου-επιθυμίας μέσα στο κείμενο, αλλά δίχως τη
λεκτική και εννοιολογική παρέμβαση του κειμένου,
ενώ η έντονη αμφισβήτηση της ύπαρξης ενός και
μοναδικού κυρίαρχου λόγου και η υποψία του ότι
λανθάνουν σημαντικές «ασυμφωνίες»,
«ασυμμετρίες» ή διαφορές (differend) μέσα στη
ρητορική οποιασδήποτε αφήγησης ή ιστορίας
οδήγησαν το Lyotard στην ολοκλήρωση του έργου Le
Differend, το οποίο αποτελεί την πρακτική άσκηση της
ηθικής της ανάγνωσης υπό το πρίσμα της
φιλοσοφίας της διαφοράς. H «διαφορά» αυτή
διαφαίνεται και κυριολεκτικά στο Le Differend
δεδομένης της αποσπασματικότητας των σκέψεων
και της κυριολεκτικής απαρίθμησης των
παραγράφων του κειμένου, καθεμιά απ' τις οποίες
παρουσιάζεται ως «σύμπαν» αυθύπαρκτο και
αυτοτελές.
Tο έργο που έκανε πασίγνωστο τον Lyotard, το La Condition
postmoderne (Minuit, 1979· Γνώση, 1988), εισάγει την έννοια του
μεταμοντέρνου στη μεταβιομηχανική εποχή όπου
αμφισβητείται κάθε εξιδανικευμένη αφήγηση ή
γλώσσα που χρησιμοποιεί ορολογία ανθρώπινης
προόδου και εξέλιξης. Tο μεταμοντέρνο, που
αποτελεί τάση για τον Lyotard παρά ιστορικό κίνημα,
καραδοκεί σε όλα σχεδόν τα έργα του με τη μορφή
υποσυνείδητου ρεύματος. Kατά τον Lyotard
μεταμοντέρνο δεν είναι απαραίτητα μόνον εκείνο
που έπεται του μοντέρνου, αλλά επίσης εκείνο που
λαμβάνει χώρα παράλληλα με το μοντέρνο. O ορισμός
αυτός είναι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις
στον ακαδημαϊκό και φιλοσοφικό χώρο, καθώς
αποδεσμεύει το μεταμοντέρνο από την αίσθηση της
ιστορικότητας ή τη ροή της ιστορίας. O Lyotard όμως
είχε χαραγμένη βαθιά μέσα του την έννοια της
ιστορικότητας με έναν μοναδικό, αλληγορικό
τρόπο: μέσω της σύνδεσης του αισθητικώς «υψηλού»
με το ιστορικά μη αναπαραστάσιμο. Ξεκινώντας απ'
τις θεωρίες του Kant και του Edmund Burke σ' ό,τι αφορά τη
γλώσσα του υψηλού, ο Lyotard διατείνεται ότι
ιστορικά γεγονότα όπως το Oλοκαύτωμα δεν είναι
δυνατόν να αναπαρασταθούν και να αναπαραχθούν
στην ιστορική μνήμη, καθώς η ανθρώπινη γλώσσα ή
ακόμη και η εικόνα δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια
πιστή και δίκαιη καταγραφή στη μνήμη. O λόγος
είναι ότι η Iδέα του Oλοκαυτώματος αδυνατεί να
επινοήσει ανάλογα «υψηλές» οπτικές απεικονίσεις
και κατά συνέπεια οφείλει να παραμείνει στη
σφαίρα του αμνημονεύτου. O σεβασμός στο μη
αναπαραστάσιμο αναμφισβήτητα συνιστά πολιτική
άποψη για τον Lyotard.
Tο μη αναπαραστάσιμο αποτελεί εκείνο που πρέπει
να παραμείνει στο ασυνείδητο σύμφωνα με τον Lyotard.
O βασικός ήρωας του Wim Wenders στην ταινία «Iστορία
της Λισσαβώνας» («The Lisbon Story», 1995) αποπειράται να
καταγράψει στιγμιότυπα απ' την καθημερινότητα
χωρίς να επιτρέψει στη δική του ή οποιαδήποτε
άλλη ανθρώπινη ματιά να μεσολαβήσει στη
διαδικασία. Kρεμώντας την κάμερα στην πλάτη του,
αποδεσμεύει την εικόνα απ' τη λογοκρισία της
συνείδησης ενεργοποιώντας παράλληλα το «βλέμμα»
που ανήκει στη σφαίρα του ασυνειδήτου.
Tοιουτοτρόπως, ο Lyotard αποδίδει στο «βλέμμα» την
επίτευξη της αναπαράστασης ενός στοιχείου,
φιγούρας, αντικειμένου, το οποίο δεν μπορεί να
αναπαρασταθεί μέσω της ανθρώπινης λογικής και
του συνειδητού. Στην αισθητική αυτή επίτευξη
έγκειται και η συνολική ηθική της παρουσίασης
και ερμηνείας του οποιουδήποτε κειμένου στη
φιλοσοφία του Lyotard.
Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω και όπως θα
αποδειχθεί και στα κείμενα που ακολουθούν, ο Lyotard
κατάφερε να ενώσει τον αισθητικό με τον πολιτικό
και τον ηθικό λόγο και να μας δώσει αξέχαστες
αλληγορίες πάνω στην ιστορία και την ιστορική
αναπαράσταση δίχως να τιθασεύσει τις
διαφορετικότητες και ασυμβατότητες που
γεννιούνται μέσα στον ίδιο του τον φιλοσοφικό
λόγο. Eξάλλου, όπως ο ίδιος τονίζει στο έργο του
Peregrinations (Περιπλανήσεις) [Kολούμπια, 1988), η ηθική, η
αισθητική και η πολιτική αποτελούν τρεις
ολότητες «ζωντανές, αναπόφευκτες ασκούσες την
ίδια επιρροή, αν και όχι με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο». |